Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Μια Κυριακή...

Ένα ζεστό απόγευμα του Οκτώβρη τον συνάντησα για πρώτη φορά. Ήταν στην ηλικία μου, όχι ιδιαίτερα όμορφος αλλά γοητευτικός. Ήταν ένας μέσος άντρας που μπορεί και να περνούσε απαρατήρητος αν τον έβλεπα να στέκεται κάπου έξω δίπλα μου. Αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον μου όμως ήταν ο συνδυασμός του κακού παιδιού και του αθώου προσώπου.
Δεν ήμουν μόνη τότε. Είχα χρόνια σχέση αλλά όπως συμβαίνει σε πολλά ζευγάρια που είναι χρόνια μαζί, έτσι και εμείς είχαμε ρουτινιάσει. Ήξερα το πως θα είναι η μέρα μας όχι μόνον η σημερινή αλλά και αυτή μετά από ένα χρόνο. Είχαμε περάσει σε εκείνο το επίπεδο, που κυκλοφορούσα στο σπίτι με τα ρολά στο κεφάλι και τη πυτζαμα που θα ταίριαζε τέλεια στην γιαγιά μου.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, η συνάντηση μου μαζί του, ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου συμβεί. Ήταν ένας πολύ ωραίος τρόπος να ζωντανέψω ξανά, να ξυπνήσω τη θηλυκή μου πλευρά και να βγω από τον λήθαργο στον οποίο για πολλά χρόνια ζούσα.
Ως γυναίκα, είχα καταστρώσει ένα εξαιρετικό σχέδιο δράσης και πολύ γρήγορα βγήκαμε για «ένα ποτάκι». Στην πορεία ακολούθησε και το δεύτερο και στο τρίτο είχαμε τις αποκαλύψεις. Ήταν και εκείνος για χρόνια σε μια σχέση και δεν είχε πρόθεση να την εγκαταλείψει. Τέλεια σκέφτηκα! Αφού και οι δύο ήμασταν σε σχέση τα πράγματα θα ήταν πιο απλά. Είχαμε και οι δυο την ανάγκη της διακριτικότητας και της εχεμύθειας και έτσι ήμουν σίγουρη πως κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα.
Για πολλά χρόνια, ζήσαμε στις νόρμες μιας παράνομης σχέσης που είχε τα είχε όλα σε αφθονία. Η αγκαλιά ενός δεσμευμένου άντρα μου προσέφερε αποδοχή, αγάπη, περιπέτεια, αλλά και μια σχέση χωρίς επιπλέον απαιτήσεις και δεσμεύσεις. Εκείνος με τη σειρά του αναζητούσε την επιβεβαίωση, μια έντονη ζωή, έναν τρόπο για να καλύψει το έλλειμμα που ένιωθε στη σχέση του.
Σκαρφιζόμασταν τις πιο απίθανες και συνάμα πειστικές δικαιολογίες για να βρίσκουμε χρόνο να συναντηθούμε και είχαμε επινοήσει έναν δικό μας κώδικα επικοινωνίας για να μην γινόμαστε αντιληπτοί. Οι στιγμές που περνούσαμε μαζί ήταν μοναδικές. Είχαν συναίσθημα, τρυφερότητα και έντονο το στοιχείο του πάθους. Ο αρχικός ενθουσιασμός και το αίσθημα του φόβου μήπως αποκαλυφθεί το ειδύλλιο με τον καιρό μετατραπήκανε σε μεγάλη αγάπη.
Ήταν όμως και εκείνες οι αβάσταχτες στιγμές, που είχα ανάγκη από ένα χάδι και κανείς δεν μπορούσε να μου το δώσει. Ήταν και εκείνη η θλίψη που με κυρίευε όταν εγώ ήμουν μόνη και εκείνος με την άλλη, ήταν και αυτή η δυσκολία κάθε φορά που έπρεπε να προσποιηθώ την ευτυχισμένη όταν με τον σύντροφό μου ήμασταν μαζί.
Και ήρθε η στιγμή, που έκανα το μεγαλύτερο λάθος. Αποφάσισα να ζήσω μαζί του…
Στην αρχή, ήταν όλα υπέροχα. Η παρουσία του με έκανε να ξεχάσω τις ενοχές που ένιωθα ζώντας μια παράλληλη σχέση, τον πολύ επώδυνο χωρισμό από τον σύντροφό μου, τους μήνες που σιωπηλή τον έβλεπα να είναι με την άλλη και εγώ μόνη και δυστυχισμένη.
Είχα ξεχάσει πως είναι να ξυπνάς το πρωί και να μην είσαι μόνη στο κρεβάτι, πως είναι να μοιράζεσαι ένα τεράστιο σπίτι. Ως φυσιολογικοί άνθρωποι πλέον, βγαίναμε μαζί έξω και κάναμε επιτέλους μαζί διακοπές. Εγώ, η πιο φανατική φεμινίστρια, η πιο ατίθαση, έβαλα ποδιά, ξέθαψα τον τσελεμεντέ που πριν από πολλά χρόνια μου είχαν χαρίσει και άρχισα να κάνω θαύματα στη κουζίνα. Τηγάνια, κατσαρόλες, σουρωτήρια, είχαν την τιμητική τους.
Εκείνη την περίοδο τα έβαζα με τον εαυτό μου που έμεινα τόσα χρόνια σε μια σχέση προβληματική και δεν είχα τη δύναμη να φύγω, που νόμιζα πως δεν θα μπορέσω να ξεπεράσω τον χωρισμό μου. Γελούσα κάθε φορά που σκεπτόμουν τα μελοδραματικά σχόλια του τύπου "εγώ τώρα θα γεράσω μόνη" που έκανα σε φίλες μου.
Ήταν όμως και εκείνη η διαίσθηση μου…. Αυτή η ανεξήγητη ένταση που μερικές φορές ένιωθα, η ταραχή όταν έβλεπα συγκεκριμένες γυναίκες μπροστά μου, τα καμπανάκια που χτυπούσαν και εγώ συνεχώς τα αγνοούσα.
Η ζωή όμως, δεν είναι όπως στην τηλεόραση. Είναι πολύ πιο σκληρή. Και το ανακάλυψα εκείνη την Κυριακή… Εκείνο το πρωινό που συνειδητοποίησα πως ότι ζούσα, ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Η καθημερινότητά μας, τα ταξίδια μας, οι διακοπές που κάναμε, οι αναμνήσεις μου όλες ήταν μια ψευδαίσθηση. Γιατί όσο εγώ προσπαθούσα να του φτιάξω «ένα μικρό σπίτι στα λιβάδι», εκείνος αναζητούσε συνεχώς και επίμονα την επιβεβαίωση σε άλλες αγκαλιές. Σε φτηνές αγκαλιές. Ξαφνικά, άρχισαν να εξηγούνται οι αργοπορίες του, το κλειστό κινητό, τα μηνύματα, τα συνεχόμενα ταξίδια για επαγγελματικούς λόγους.
Έπαψα πλέον να πιστεύω πως οι άνθρωποι αν θέλουν μπορούν και αλλάζουν. Αρνούμαι να δεχτώ πως ξεχνούν όλες τις κακές τους συνήθειες και εξελίσσονται προς το καλύτερο. Γιατί οι άνθρωποι δεν αλλάζουν τελικά. Απλά τροποποιούν τη συμπεριφορά τους και όταν οι συνθήκες είναι καλές, τότε εμφανίζουν και πάλι τον παλιό πραγματικό τους εαυτό....